- κολύμπημα
- το [κολυμπώ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κολυμπώ, το κολύμπι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek
κολύμβημα — το βλ. κολύμπημα … Dictionary of Greek
νήξις — νήξις, ἡ (Α) η κολύμβηση, το κολύμπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηξ τού νήχω «κολυμπώ» (πρβλ. αόρ. ἐ νηξ άμην) + κατάλ. ις (πρβλ. ψήξ ις)] … Dictionary of Greek
ορθοπλεξιά — η το ορθό κολύμπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πλεξιά «πλεύση»] … Dictionary of Greek
κολύμβημα — κολύμβημα, το και κολύμπημα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κολυμπώ, κολύμπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολύμβηση — η κολύμπημα, κολύμπι: Η Αμερική έχει καλούς αθλητές στην κολύμβηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)